Ατρέας Λιμβρός

Ο Ατρέας Λιμβρός μας λέει τις δικές του απόψεις περί…τρόμου!

ατρε50

Καλημέρα Ατρέα, είναι χαρά μας να σε φιλοξενούμε στην σελίδα μας. Πες μας λίγα λόγια για σένα και τα ενδιαφέροντά σου, πέραν της συγγραφής.

Σας ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία! Γεννήθηκα το 1990 στην Έδεσσα, είμαι διπλωματούχος Ηλεκτρολόγος Μηχανικός & Μηχανικός Υπολογιστών του ΕΜΠ και αυτήν την περίοδο ολοκληρώνω ένα Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών επίσης στο ΕΜΠ. Τα ακαδημαϊκά μου ενδιαφέροντα εστιάζουν στην Επιστήμη της Πολυπλοκότητας και, πιο συγκεκριμένα, στην αλληλεπίδραση των τεχνολογικών, κοινωνικών και οικολογικών συστημάτων στην Ανθρωπόκαινο Εποχή, στην εποχή, δηλαδή, του σύγχρονου ανθρώπου.

Πότε ξεκίνησες να γράφεις και πως σου προέκυψε;

Θυμάμαι πως είχα ξεκινήσει να γράφω και να εικονογραφώ ένα Τερατολόγιο στο νηπιαγωγείο, στο οποίο σκόπευα να καταγράψω όλα τα τέρατα της ελληνικής μυθολογίας. Στη Δ’ Δημοτικού ξεκίνησα να γράφω μια ιστορία Φανταστικών Ταξιδιών, πιθανότατα επηρεασμένος από τα έργα του Ιούλιου Βερν. Μετά τις πανελλαδικές ξεκίνησα να κατασκευάζω ένα πιο ολοκληρωμένο μυθολογικό σύμπαν για μία ιστορία σκοτεινής φαντασίας. Τελικά, όλες αυτές οι προσπάθειες κατέληξαν στην οικοδόμηση των προσχεδίων για τις διάφορες νουβελέτες τρόμου και σκοτεινής φαντασίας που καλύπτονται από τη σκέπη της σειράς «Δημώδη ή Δειμώδη;».

Γιατί τρόμος; Τι σε ευχαριστεί σε αυτό το είδος;

Ο τρόμος προέκυψε, μάλλον, από τα αναγνώσματα της παιδικής ηλικίας μου. Αργότερα, μελέτησα σε μεγαλύτερο βάθος και εύρος διάφορες μυθολογίες, λαϊκές παραδόσεις και αστικούς θρύλους, και έτσι μου προέκυψε ο κοινός παρονομαστής τους: «ο φόβος φυλάει τα έρημα». Η μυθοπλασία των κειμένων μου αντλεί σε μεγάλο βαθμό από τα παραπάνω, οπότε ο Τρόμος δεν αφήνει περιθώρια επιλογής˙ απαιτεί να τον βοηθήσεις να αναδυθεί. Αυτό που με ευχαριστεί στον τρόμο είναι, βεβαίως, η εκθρόνιση του Ανθρώπου από την κορυφή της τροφικής/εξουσιαστικής αλυσίδας.

Τελικά τι είναι τρόμος; Οι λέξεις που διαβάζουμε, οι εικόνες που μας προσφέρουν αυτά τα βιβλία ή κάτι πιο βαθύ;

Σε συνέχεια των παραπάνω, νομίζω πως ο τρόμος προκύπτει ως συνειδητοποίηση της εγγενούς αδυναμίας του ανθρώπου. Στην Ανθρωπόκαινο Εποχή, ο άνθρωπος -μάλλον- δεν έχει άλλους φυσικούς θηρευτές εκτός από τα άτομα του είδους του, οπότε νιώθει συχνά άτρωτος και ατρόμητος. Βεβαίως, ο άνθρωπος δεν ήταν πάντα στην κορυφή της αλυσίδας. Ο τρόμος είναι ένας συναγερμός που έχει κληροδοτηθεί στον σύγχρονο άνθρωπο από την εποχή που οι πρόγονοί του κατασπαράζονταν αδιακρίτως από σαφώς ισχυρότερους θηρευτές. Η δουλειά ενός συγγραφέα τρόμου είναι να ενεργοποιήσει και να αφυπνίσει, με τις κατάλληλες τεχνικές και τα κατάλληλα ερεθίσματα, αυτόν τον συναγερμό.

Τι οδηγεί κάποιους να πιστεύουν ότι αυτό το είδος είναι «ψύχωση;»

Στην αφηγηματολογία υπάρχει, φυσικά, σαφής διάκριση του συγγραφέα από τον αφηγητή ή τους αφηγητές των ιστοριών του. Από την άλλη, υπάρχουν μερικές περιπτώσεις διάσημων συγγραφέων που αντιμετώπιζαν σοβαρές νευροψυχολογικές παθήσεις, οι οποίες φαίνεται να τροφοδοτούν αυτήν την παράλογη γενίκευση.

Πολλοί μπερδεύουν τον τρόμο με το ψυχολογικό θρίλερ. Μπορείς να μας τα διαχωρίσεις;

Το ψυχολογικό θρίλερ έχω την εντύπωση πως περιστρέφεται κυρίως γύρω από τα διάφορα συναισθήματα αγωνίας των ηρώων του, τα οποία προσπαθεί να ξυπνήσει και στον αναγνώστη μέσω της εμβύθισης. Ο τρόμος έχει όντως αρκετά κοινά στοιχεία με το θρίλερ, αλλά είναι -νομίζω- κάτι βαθύτερο, ριζικότερο και πιο συνταρακτικό από μια εναλλαγή συναισθηματικών καταστάσεων˙ είναι συνειδητοποίηση.

Εσύ γιατί προτίμησες τον τρόμο;

Γιατί βάζει τον Άνθρωπο στη θέση του: μακριά από την κορυφή της τροφικής/εξουσιαστικής αλυσίδας.

Ποιος είναι ο αγαπημένος σου συγγραφέας; Έχεις επιρροές στα συγγράμματά σου γενικότερα;

Υποθέτω πως έχω επιρροές από άλλους συγγραφείς, πιθανότατα ασυνείδητες. Αυτό μπορεί πιο εύκολα να το εντοπίσει ο αναγνώστης, νομίζω, παρά ο συγγραφέας. Οι αγαπημένοι μου συγγραφείς είναι η Ursula Le Guin, ο H. P. Lovecraft και ο E. A. Poe. Εκτιμώ, βεβαίως, το έργο του Arthur Machen, λόγω αρκετών κοινών σημείων στις θεματολογίες μας.

Πως βλέπεις τα πράγματα για την λογοτεχνία τρόμου στην Ελλάδα;

Τα τελευταία δύο χρόνια φαίνεται να έχει αυξηθεί η σχετική βιβλιοπαραγωγή, και υπάρχει, πλέον, αρκετή πολυφωνία. Αυτό είναι σίγουρα κάτι καλό. Όσο πιο πολύπλοκο γίνεται το σύστημα τόσο πιο πιθανό θα είναι να αναδυθεί κάποιο πραγματικά εμβληματικό έργο στο μέλλον. Βέβαια, οι αναγνώστες συχνά απογοητεύονται από τις προχειρότητες, οπότε οι συγγραφείς οφείλουν -από σεβασμό στο είδος που υπηρετούν- να δημοσιεύουν μόνο όταν έχουν κάτι άρτιο να δώσουν. Κι αυτό γιατί πρέπει να περισωθεί όσο γίνεται το κύρος αυτού του λογοτεχνικού κλάδου στην Ελλάδα. Πώς αλλιώς θα κερδηθεί η εμπιστοσύνη του κοινού;

Θέλω να μου πεις το αγαπημένο σου ξένο βιβλίο, αλλά και ελληνικό.

Το αγαπημένο μου ξενόγλωσσο είναι το «τάδε έφη Ζαρατούστρα» του Νίτσε και το αγαπημένο μου ελληνικό είναι «η περιπέτεια του μέλλοντος» του  Νίκου Πράντζου.

Πόσο σημαντική είναι η προσωπική «ταυτότητα» για έναν συγγραφέα;

Όπως είπα και προηγουμένως, η πολυφωνία είναι εξαιρετικά σημαντική στον λογοτεχνικό ιστό. Πολυφωνία δεν μπορεί να υπάρξει, όμως, χωρίς προσωπική ταυτότητα.

Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να γράψεις ένα βιβλίο τρόμου; Κάποιοι θεωρούν ότι αρκούν σκηνές βίας. Είναι έτσι;

Είναι μια εξαιρετικά επώδυνη διαδικασία, γιατί χρειάζεται προσεκτικό σχεδιασμό της πλοκής, εξαντλητική μελέτη του πρωτογενούς υλικού και  μεγάλη υπομονή στην αφηγηματική εκτέλεση. Οι σκηνές βίας είναι ξεδιάντροπη υποτίμηση της νοημοσύνης του αναγνώστη.

Θυμάσαι το πρώτο βιβλίο που διάβασες; Ήταν τρόμου; Αν όχι, ποιο ήταν το πρώτο που σε έφερε σε επαφή με αυτό το είδος;

Νομίζω πως πρέπει να ήταν κάποιο εικονογραφημένο βιβλίο ελληνικής μυθολογίας. Αν και η ελληνική μυθολογία είναι γεμάτη τρόμο, έχω την εντύπωση πως το πρώτο βιβλίο του είδους που διάβασα πρέπει να ήταν «η νύχτα των καλικαντζάρων» της Κίρας Σίνου.

Διαβάζεις κάτι άλλο;

Διαβάζω ρεαλιστική λογοτεχνία και ποίηση, επιστημονική φαντασία και φαντασία, ανθρωπολογικές μελέτες, φιλοσοφικές πραγματείες και επιστημονικά συγγράμματα.

Βλέπουμε όλο και περισσότερους συγγραφείς να στρέφονται στον τρόμο. Ποιος πιστεύεις ότι είναι ο λόγος;

Ίσως επειδή κατανοούν σιγά σιγά πως στη λογοτεχνία τρόμου οι κόσμοι και οι χαρακτήρες ακολουθούν τη φυσική ροή των πραγμάτων: από την τάξη στην πλήρη διάλυση.

Αν σου έλεγαν να συνεργαστείς με κάποιον σε ένα βιβλίο τρόμου, μυστηρίου ή θρίλερ, θα μπορούσες να το κάνεις; Πιστεύεις ότι υπάρχει κάποιος ή κάποιοι που ταιριάζουν οι γραφές σας;

Από αυτά που έχω διαβάσει, δεν έχω εντοπίσει ομοιότητες στη γραφή μου με άλλα έργα τρόμου. Πιθανώς να μπορούσα να συνεργαστώ με άλλους συγγραφείς σε δημιουργικό επίπεδο, αλλά μάλλον θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να γίνει αυτό στο επίπεδο της υλοποίησης.

Τι διαχωρίζει το καλό από το «κακό» βιβλίο;

Η γλώσσα του, οι ιδέες που ενσωματώνει και ο σκανδαλισμός της φαντασίας του αναγνώστη. Το τελευταίο, φυσικά, είναι και το πιο υποκειμενικό από αυτά τα τρία κριτήρια.

Πόσες σελίδες πρέπει να είναι ένα βιβλίο για να θεωρηθεί καλό και «αποδεκτό;» Παίζει ρόλο η έκτασή του;

Δεν έχει καμία σημασία αυτό. Σημασία έχει η έκταση να υπηρετεί την ιδέα.

Τι απαιτείται για να γίνεις συγγραφέας και ποιος θεωρείται συγγραφέας;

Η συγγραφή είναι τεχνική και τέχνη. Πρωτίστως, ο επίδοξος συγγραφέας οφείλει να μελετήσει την τεχνική των άλλων και να εξασκήσει τη δική του. Η ενασχόληση με την αφηγηματολογία θα ήταν, ίσως, καταλυτική. Συγγραφέας θεωρείται όποιος έχει δημοσιεύσει το έργο του˙ λογοτέχνης θα θεωρείται όποιος ανέλθει από την τεχνική στην τέχνη.

Υπάρχουν αρκετά σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Τι πιστεύεις ότι μπορούν να προσφέρουν; Μπορεί κάποιος να βρει την ταυτότητά του μέσα από αυτά ή τελικά η συγγραφή υπάρχει μέσα σου;

Δεν έχω συμμετέχει σε κάποιο τέτοιο σεμινάριο, οπότε μου είναι αδύνατον να εκφέρω γνώμη χωρίς εμπεριστατωμένη γνώση του χώρου.

Την συγγραφή την ανακαλύπτεις ή σε ανακαλύπτει;

Νομίζω πως πρωτίστως την εφευρίσκεις.

Να μιλήσουμε λίγο για το βιβλίο σου. «Εν αρχή ην ο Λοιγός» λοιπόν και θέλουμε να μας πεις τι θα συναντήσουμε σε αυτό.

Ο Λοιγός είναι μια συλλογή επτά ιστοριών τρόμου και σκοτεινής φαντασίας και είναι το πρώτο βιβλίο που έχει ολοκληρωθεί από τα «Δημώδη ή Δειμώδη;». Ξεκινώ τα «Δημώδη ή Δειμώδη;» με τον ομηρικό όλεθρο, γιατί αυτός είναι το πρώτο κινούν της κοσμογονίας του τρόμου που αναπτύσσω. Οι ιστορίες αυτές αντλούν στοιχεία από μυθολογίες, λαϊκές παραδόσεις και αστικούς θρύλους και φιλοδοξούν να σκιαγραφήσουν τον Άνθρωπο ως τον καρπό του αρχέγονου ζιζανίου, του Λοιγού. Όπως καταλαβαίνει κανείς και από τον τίτλο, η θρησκεία σαν ανθρώπινο δημιούργημα ενέχει ιδιαίτερη θέση ανάμεσα στα θέματα που θίγονται μέσα στις σελίδες του βιβλίου.

Πως σου ήρθε η ιδέα για το συγκεκριμένο βιβλίο;

Προέκυψε από τον φανταστικό κόσμο που είχα ξεκινήσει να σχεδιάζω πριν οκτώ χρόνια. Οι επτά ιστορίες που επιλέχθηκαν να συμπεριληφθούν στον Λοιγό ολοκληρώθηκαν την περίοδο 2011-2013, ενώ οι ιδέες είχαν ενσωματωθεί σε προσχέδια πολύ νωρίτερα.

Υπάρχει κάποιος ήρωας που θεωρείς ότι σου μοιάζει;

Στον Λοιγό, ίσως η Ελπίδα από το «πέρασα;».

Που θα το βρούμε;

Είναι ήδη διαθέσιμο στα βιβλιοπωλεία «Πρωτοπορία» και «Public», όπως και στο κεντρικό βιβλιοπωλείο των εκδόσεων «Όστρια», αλλά μπορεί κανείς να το παραγγείλει, όπως κάθε άλλο βιβλίο, από οποιοδήποτε άλλο βιβλιοπωλείο.

Εκτός από το βιβλίο σου θα θέλαμε να μας μιλήσεις και για την υπόλοιπη συγγραφική σου πορεία.

Ο Λοιγός είναι το πρώτο από τα «Δημώδη ή Δειμώδη;». Υπάρχουν αρκετά προσχέδια και για τα υπόλοιπα. Αξίζει, ίσως, να αναφέρω ότι ο Λοιγός τιμήθηκε τον Ιανουάριο του 2016 στην Πάφο της Κύπρου με το «Πρώτο Βραβείο Νουβέλας/Συλλογής Διηγημάτων» στον Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό «Χριστόδουλος Πετρίδης».

Μυθιστόρημα ή διήγημα; Τι προτιμάς να γράφεις και γιατί;

Προτιμώ τη νουβελέτα που είναι μια φόρμα μεταξύ διηγήματος και νουβέλας, γιατί μου προσφέρεται η κατάλληλη έκταση για να αναπτύξω τις ιστορίες μου.

Γράφεις κάτι αυτό τον καιρό; Αν ναι, πότε πρόκειται να το δούμε;

Ολοκληρώνω τις ιστορίες για το δεύτερο από τα «Δημώδη ή Δειμώδη;». Πιθανώς να είναι έτοιμο ως τα Χριστούγεννα του 2016.

Γιατί αγαπάς την συγγραφή;

Γιατί, όπως συμβαίνει σε διάφορες μυθολογίες, τοποθετεί τον λόγο στην αρχή της δημιουργίας.

Πόσο καθαρός πιστεύεις ότι είναι ο χώρος της λογοτεχνίας;

Όσο καθαροί είναι και οι άνθρωποι που τον ενσαρκώνουν.

Τι συμβουλεύεις τους νέους συγγραφείς;

Να εντρυφήσουν στην ελληνική γλώσσα ή σε όποια άλλη γλώσσα αποφασίσουν να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους.

Με αφορμή την προηγούμενη ερώτηση, πόσο βοηθάνε οι παλιοί συγγραφείς τους νέους; Που σταματάει η «ευγενής άμιλλα» και που αρχίζει ο ανταγωνισμός;

Νομίζω πως είναι γενικά διατεθειμένοι να βοηθήσουν την προκοπή της λογοτεχνίας τρόμου˙ ή τουλάχιστον αυτό ελπίζω.

Ατρέα σ’ ευχαριστούμε πολύ και σου ευχόμαστε να έχεις πολλές επιτυχίες ακόμα!

Εγώ σας ευχαριστώ και σας εύχομαι να καρποφορήσει η προσπάθειά σας στην ανάδειξη της ελληνικής λογοτεχνίας τρόμου.

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

Βιογραφικό

Ο Ατρέας Λιμβρός γεννήθηκε στην Έδεσσα το 1990 και πλέον ζει στην Αθήνα. Σπούδασε στη σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών τού Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Έργα του έχουν διακριθεί με Α’ Βραβείο Φαντασίας και Τρόμου στον πανελλήνιο διαγωνισμό φανταστικής λογοτεχνίας «Larry Niven». Η πρώτη του προσωπική συλλογή ιστοριών Τρόμου, «Δημώδη ή Δειμώδη; 1. Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λοιγός», βραβεύτηκε με το Α’ Βραβείο Νουβέλας/Συλλογής Διηγημάτων στον πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό «Χριστόδουλος Πετρίδης».

Σύνοψη

«Η νύμφη» πραγματεύεται την ιστορία ενός ανεπιθύμητου κοριτσιού με αλφισμό, που υιοθετήθηκε και ανατράφηκε από τα γερασμένα χέρια μιας περιθωριακής φαρμακεύτριας στην κατάφυτη γη των δυτικών Κυθήρων, κατά την εκπνοή τού δεκάτου ενάτου αιώνα. Όταν, μετά την χρόνια ψυχολογική κακοποίηση, το κορίτσι διέλθει από το στάδιο της μητρότητας, η δεισιδαιμονία, η υποκρισία, η διπροσωπία κι η αλλοφοβία των ντόπιων θα δοκιμαστούν από την εκδικητική μανία ενός εφιαλτικού θηρευτή.

Στο «ογδόντα», ένας νεαρός ποιητής, θιασώτης τού αμερικανικού ρομαντισμού, καταφεύγει σε μια σύμπραξη με τον υπερφυσικό κόσμο των σκιών, προκειμένου να του αποκαλυφθεί η απόλυτη ενσάρκωση της Ομορφιάς˙ μια αποκάλυψη που θα τον σημαδέψει ανεξίτηλα τόσο στο συγγραφικό του έργο, όσο και στην πνευματική του ισορροπία, αλλάζοντας μια για πάντα τη σχέση του με την ίδια τη ζωή.

Το κακό τριτώνει με το διήγημα «πέρασα;». Το βάρος τής βαλτωμένης οικονομικής κατάστασης της Ελλάδας τού 2011 φαντάζει ασήκωτο στους ώμους μιας νεαρής φοιτήτριας που προετοιμάζεται σε κάποιο αστικό λεωφορείο τής πρωτεύουσας για την τελευταία της εξέταση˙ εκείνη που θα της εξασφαλίσει το δικαίωμα να αδράξει τα όπλα της ενάντια στην ακμάζουσα αποσάθρωση και τους σηπεδονώδεις φορείς της.

Στη μέση της επτάδας καρτερεί «η επιφάνεια». Ένας δημαγωγικός θρησκευτικός ηγέτης μιας εθνικιστικής μειονότητας θέτει σε εφαρμογή το τελικό στάδιο ενός μεγαλεπήβολου σχεδίου απελευθέρωσης των κατεχόμενων πατρώων εδαφών τού προ πολλού ξεχασμένου λαού του: την περίλαμπρη τελετή επίκλησης της επιφάνειας ενός αρχαίου κοιμώμενου θεού τής προκολομβιανής Αμερικής.

Το «έαρ γλυκύ» είναι η πέμπτη ιστορία. Ένας ανυποψίαστος γευσιγνώστης επισκέπτεται έναν ζεστό και φιλικό ξενώνα ενός ορεινού χωριού, στους πρόποδες του Παγγαίου Όρους, για να δοκιμάσει το θρυλικό φλογερό κρασί μιας δυσεύρετης τοπικής ποικιλίας σταφυλιών˙ ένας γευστικός πόθος που θα τον φέρει κατά πρόσωπο με την αιχμή τού δόρατος μιας μανιασμένης θεϊκής εκδίκησης.

Στην έκτη θέση βρίσκεται «ο νομάς». Η πείνα ενός νεαρού αστυνομικού για ιεραρχική ανέλιξη και εξουσία θα τον οδηγήσουν, με τις ομόφωνες ευλογίες τού Σώματος, στην αηδιαστική αγκαλιά τού υποκόσμου τής Αθήνας των Ολυμπιακών Αγώνων τού 2004, με στόχο τη σύναψη μιας συνωμοτικής συμφωνίας για τον άμεσο καθαρισμό των δρόμων τής μητρόπολης από τα σιχαμερά αδέσποτα.   

Το «κάθε σπίτι μια φωλιά» είναι η ύστατη ιστορία τής συλλογής. Ένα ζευγάρι σακατεμένων ζητιάνων αγωνίζεται με νύχια και με δόντια, μέσα στα παγωμένα χνώτα τής άκαρδης χριστουγεννιάτικης μεγαλούπολης, όχι για να εξασφαλίσει τον άρτο τον επιούσιο, αλλά για να εξαγοράσει λίγο χώρο στον Παράδεισο, προσελκύοντας με τις προκλητικές ενέργειές του το αδιασάλευτο βλέμμα τής πιο αρχέγονης δύναμης στην Πλάση.

_____________________________________________________________

Απόσπασμα (από το Έαρ γλυκύ)


«Πού ήσουν, Λάζαρε; Πού ήσουν κρυμμένος; Κάτω στους νεκρούς, σαν πεθαμένος;» τραγουδούσαν χαρούμενα οι δεκάδες φωνές των παιδιών που έσερναν έναν περπατητό κυκλικό χορό γύρω από το ξεραμένο πηγάδι τής κεντρικής πλατείας. Τα μακρινά φυλλώματα των γερασμένων πλατανιών γητεύτηκαν από τις νηπιολαλιές και καθοδήγησαν ένα ανοιξιάτικο νυχτερινό αεράκι να γαργαλήσει τα χέρια τους, να μπλέξει τα μαλλιά τους και να απλώσει τα κάλαντα των Αγερμών από τα πέτρινα τοξωτά γεφύρια μέχρι τα παλιά καπνομάγαζα τής Μεσορόπης.

«Δώστε μου λίγο νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκι. Δώστε μου λίγο λεμόνι, που είναι το στόμα μου σαν περιβόλι» σφύριξε μια διφωνία που ανέβηκε κάθετα προς την επιφάνεια, γλείφοντας σαν ανεμοστρόβιλος τα βρύα των τοιχωμάτων τού ανοιχτού πηγαδιού. «Λάζαρε, πες μας τι είδες, εις τον Άδη που επήγες;» συνέχισαν να ψέλνουν χαμογελαστά αγόρια και κορίτσια, λες και η ίδια η καλλιπλόκαμος Κίρκη είχε ξεριζώσει τα λογικά τους. «Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους» μούγκρισε ανατριχιαστικά η διφωνία, και τα λόγια της αντήχησαν μέσα στα χαρούμενα στήθη.  

Δεκάδες καταπράσινες κληματόβεργες, παχιές σαν λαιμοί ταύρων, έβγαιναν από το στόμιο τού πηγαδιού, φράσσοντας την είσοδό του, και μαστίγωναν θορυβωδώς τον αέρα πάνω από τα κεφάλια των ανέμελων παιδιών που συνέχιζαν σαν υπνωτισμένα τον χορό και το τραγούδι τους. Ένα από αυτά όμως δεν τραγουδούσε˙ δεν χόρευε. Μόνο σήκωνε τα χέρια στον αέρα και χοροπηδούσε, προσπαθώντας να φτάσει και να αρπάξει τη λυγερή χλωρή άκρη κάποιου κλήματος, σαν άλλη αισώπεια αλεπού. Τη λυγερή χλωρή άκρη κάποιου αδελφικού κλήματος.

Σαν σαΐτες τινάχτηκαν νέοι όρπηκες μέσα από το πηγάδι και κατευθύνθηκαν, αθόρυβα βόλια, προς όλα τα κοιμισμένα σπιτικά. Τα ευέλικτα κλωνάρια τους χώθηκαν μέσα από ρωγμές, χαραμάδες, κλειδαριές και σβηστές καμινάδες, ακούραστα και ατέλειωτα, μέχρις ότου να βρουν και να διεκδικήσουν την πολύτιμη λεία τους: βρέφη, νήπια και παιδιά. Και, πριν τα αρπάξουν για επιστράτευση από τις κούνιες και τα κρεβατάκια τους και τα τραβήξουν στο δαιμονικό γαϊτανάκι τού πηγαδιού, πλησίαζαν τα χλωρά φύτρα τους, τα όμοια με κοχλίες, στα ανύποπτα αυτιά των βάρυπνων γονιών και τους ψιθύριζαν, μιμούμενα ανθρώπινες φωνές: «Τα κλήματα που είναι ενωμένα μαζί μας δεν θα πεθάνουν ποτέ. Έτσι κι αλλιώς, για τα χωράφια τα προορίζατε από την κούνια τους»˙ κι ύστερα τους μουρμούριζαν σκέψεις έκτροπες˙ σκέψεις φρικτές. Τόσο φρικτές που παρακαλούσαν μέσα στον ύπνο τους τα κλαδιά να τους διαπεράσουν τα αυτιά και το μυαλό απ΄ άκρη σ’ άκρη.